- φαιλόνι(ον)
- το церк, риза, фелонь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαιλόνι(ο), το — και φαινόλι(ο), το διακριτικό άμφιο των ιερέων σαν μανδύας χωρίς μανίκια, σε σχήμα κώνου, που στο πίσω του μέρος φτάνει ως κάτω στα πόδια και μπροστά είναι κοντό, με τρύπα στο πάνω μέρος από όπου περνάει το κεφάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιχαροφελόνιον — και στιχαροφαινόλιον, το, Μ χιτώνας και επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιχάριον + φελόνιον / φαινόλιον (βλ. λ. φαιλόνι[ον]) «άμφιο πρεσβυτέρου»] … Dictionary of Greek
φαιλόνιο — το / φαιλόνιον, ΝΜΑ, και φαιλόνι και φελόνι Ν, και φελόνιον ΜΑ, και φαιλώνιον και φελώνιον και φαιλόνιν και φελόνιν και ύφελώνιον και φενώλιον και φενόλιον Μ [φαιλόνης] διακριτικό, λειτουργικό άμφιο τών πρεσβυτέρων, κωνοειδής μανδύας χωρίς… … Dictionary of Greek
φαιλώνιον — τὸ, Μ βλ. φαιλόνι … Dictionary of Greek
φαινόλης — και δωρ. τ. φαινόλας και φαινούλης και φενόλης, ὁ, Α χοντρό πανωφόρι που φορούσαν πάνω από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. φαινόλη* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. φαίνω με το επίθημα… … Dictionary of Greek
φαινόλι(ο) — το βλ. φαιλόνι(ο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)